- κουφιοκάρυδο
- το1. κούφιο καρύδι2. πράγμα χωρίς αξία3. (για πρόσ.) άμυαλος, επιπόλαιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουφοκάρυδον — κουφοκάρυδον, τὸ (Μ) κούφιο καρύδι, κουφιοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + κάρυδον (< καρύδιν)] … Dictionary of Greek